- λιβανᾶς
- λῐβᾰν-ᾶς, ὁ,A = λιβανοπώλης, PLond.3.604.281 (i A.D.), Sammelb. 410.1 (i/ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιβανάς — ο (Α λιβανᾱς) [λιβάνι] αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανοπώλης … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
λιβανοπώλης — ο (Α λιβανοπώλης, δωρ. τ. λιβανοπώλας) αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek